Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

"ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ"

Από το βιβλίο του Αλμπερτ Σόνισεν "Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη"
Κεφάλαιο VI
Στα βουνά της Έδεσσας

Ποτέ δεν έμαθα τις αναφορές του προξενείου για την πυρπόληση του Νησιού (1906), αλλά οι εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη είχαν πολύ ζωντανές περιγραφές για την καταστροφή. Οι γαλλικές εφημερίδες μάλιστα, υποκινημένες από ελληνικές πηγές, έγραφαν ότι πεντακόσιοι τσέτες υπό την διαταγή του βουλγαρικού στρατού είχαν κατασφαγιάσει άντρες και γυναίκες. Είχαμε ακούσει από τους χωρικούς ότι οι άντρες του Κώστα (Κωνσταντίνος Ακρίτας) τριγυρνούσαν στους δρόμους της Νάουσας και καμάρωναν για το πώς μας είχαν εκδιώξει και τρέψει σε τέτοια άτακτη φυγή που δεν μπορούσαμε ούτε τους νεκρούς μας να μαζέψουμε.
Η αλήθεια ήταν πως τριάντα από τα σπίτια του χωριού είχαν καεί εντελώς και το επόμενο πρωί οι στρατιώτες βρήκαν στα χωράφια έξι νεκρούς. Ο ένας ήταν ο Αλβανός υπηρέτης, που νόμιζε ότι το χωριό είχε καταληφθεί από βασιβουζούκους και βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας ότι είναι μουσουλμάνος. Κάποιοι άντρες του Αποστόλ που δεν τους άρεσαν τα λόγια του Αλβανού έχασαν την ψυχραιμία τους και τον σκότωσαν. Ο άλλος νεκρός ήταν ένα νεαρό αγόρι δεκάξι χρόνων, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα, ενώ ένας τρίτος πυροβολήθηκε από τους άντρες του Λούκα όταν αυτοί τον αναγνώρισαν σαν παλιό καταδότη των παρακείμενων στη Σλάνιτσα χωριών. Αυτούς τους τρεις νεκρούς τους ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι, οι άλλοι ήταν αναμφίβολα άντρες του Κώστα τους οποίους μέσα στη νύχτα δεν μπόρεσαν να μαζέψουν.
Η αλήθεια είναι πως οι χωρικοί και τα κοπάδια τους είχαν άφθονο χρόνο για να φύγουν απ΄το χωριό. Οι άντρες μας μάλιστα τους βοήθησαν να σύρουν τα άλογα και τα βόδια μακριά από τα σπίτια τους. Μόνο μια νέα γυναίκα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη δεν έφυγε. Έμεινε στο χωριό μαζί με τον άντρα της, αφού τους προστάτευε ο Λούκα όσο βρισκόταν εκεί. Όταν έφυγε τους έδωσε ένα γράμμα για όλους τους κάτοικους όπου ανέφερε ότι τα σπίτια των Ελλήνων δεν καταστράφηκαν λόγω φυλετικού μίσους, αλλά σαν αντίποινα για τις επιθέσεις του Κώστα εναντίον χωριών που διεκειντο ευνοϊκά απέναντι στην επανάσταση. Εάν δεν υπέθαλπαν τους μισθοφόρους της Εκκλησίας, κανένα ελληνικό σπίτι δεν θα ξανακαιγόταν.
Αυτή η προειδοποίηση φαίνεται πως έπιασε τόπο, αφού από τότε οι επιχειρήσεις του Κώστα σταμάτησαν. Κανένα άλλο βουλγαρικό χωριό δεν κάηκε εκείνη τη χρονιά.
Αργότερα, χωρικοί που πήγαιναν η έρχονταν από την αγορά βρίσκονταν πολλές φορές σφαγμένοι στον δημόσιο δρόμο. Αυτές τις δολοφονίες δεν τις διέπρατταν οι αντάρτες αλλά μασκοφόροι, προφανώς κάτοικοι της Νάουσας, του προπυργίου των Ελλήνων τρομοκρατών.
Μετά από μήνες, και ενώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν αρχίσει, διάβασα στις εφημερίδες ότι θα δινόταν κάποιο δείπνο σε διακεκριμένους ξένους που επισκέπτονταν την Ελλάδα, και ότι μεταξύ των ομιλητών εκείνης της βραδιάς θα ήταν και ο καπετάν Κωνσταντίνος Ακρίτας, αξιωματικός του τακτικού ελληνικού στρατού, "ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από μια περιοδεία για επιθεώρηση στη Μακεδονία".
----------------
Ξεκινήσαμε πάλι και μετά από λίγες ώρες φτάσαμε σε μια μικρή κοιλάδα όπου πίσω από μια τεράστια βελανιδιά υπήρχε κρυμμένη μια καλύβα. Εκεί βρήκαμε πέντε άντρες, οι τρεις ήταν καρβουνιάρηδες και οι δυο βοσκοί. Μας υποδέχτηκαν άφοβα και εγκάρδια. Ήταν Βλάχοι, δηλαδή φίλοι, επειδή η ρουμανική Εκκλησία τελευταία είχε αναβιώσει στη Μακεδονία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της τυραννίας της ελληνικής Εκκλησίας. Γι΄αυτη την πράξη οι αντάρτες είχαν εφαρμόσει σοβαρά αντίποινα κατά των Βλάχων, καίγοντας και δολοφονώντας. Τα πρόσωπα τους έλαμψαν όταν τους είπαμε τις λεπτομέρειες για την πυρπόληση στο Νησί.
---------------
Το Μεσημέρι είναι ένα χωριό λίγο έξω από την Έδεσσα, ακριβώς πίσω από τα φυλάκια. Η ιδέα των εξεγερμένων εδώ έχει εξαιρετική σημασία επειδή, όπως και στην Έδεσσα, μέρος του πληθυσμού είναι Βούλγαροι γραικομάνοι, πιστοί ακόμα στην ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως πιστοί και στον Σουλτάνο. Υπήρχαν ωστόσο και κάποιοι που είχαν διαφοροποιηθεί και είχαν μάλιστα ιδρύσει μια τοπική επιτροπή. Συχνά οι τσέτες έρχονταν να επιθεωρήσουν και να ελέγξουν τα λογιστικά βιβλία η να διεκπεραιώσουν μια δική.
Ένα χρόνο πριν, ο Λούκα είχε πάει στη Βουλγαρία για να προμηθευτεί πυρομαχικά, ενώ ο Θόδωρος και δεκατέσσερις άντρες πήγαν στο Μεσημέρι μια νύχτα και έμειναν και την επόμενη ημέρα εκεί, επειδή ήταν πολύ καλά μεταμφιεσμένοι. Αλλά ένας γραικομάνος τους είδε να γλιστρούν μέσα από τους οπωρώνες και τους κατέδωσε στον στρατό. Το χωριό περικυκλώθηκε και οι τσέτες ταμπουρώθηκαν σ' ένα πέτρινο σπίτι. Εκεί υπεράσπισαν τους εαυτούς τους για δυόμισι μέρες περίπου. Τα τελευταίο εκείνο βράδυ, πυκνή ομίχλη κάλυψε την πεδιάδα και εφτά άντρες μας μπόρεσαν να διασπάσουν τις τούρκικες γραμμές και να τους σώσουν. Ο Θόδωρος και άλλοι τέσσερις κατάφεραν να το σκάσουν, ενώ οι υπόλοιποι χάθηκαν στην ομίχλη και έπεσαν στις γραμμές των Τούρκων, όπου και βρήκαν το θάνατο. Αυτό το περιστατικό έγινε ύμνος αθάνατος για τους χωρικούς και πέρασε στα δημοτικά τους τραγούδια. Από τότε όμως ο Λούκα απαγόρευσε στους τσέτες του να πηγαίνουν στο Μεσημέρι.
Όπως όλοι οι αρχέγονοι λαοί, έτσι και οι Μακεδόνες καταγράφουν κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους στα δημοτικά τραγούδια, που σώζονται για αιώνες και τα οποία κανείς δεν ξέρει ποιος τα συνέθεσε, πιθανόν κάποιος δάσκαλος του χωριού. Τα παιδιά τραγουδούσαν όλα μαζί αυτό το τραγούδι όταν περνούσε ο Έπαρχος, κι' αυτός για τιμωρία τα μάλωνε η τα χαστούκιζε. Αλίμονο όμως στους μεγάλους που θα σφύριζαν το σκοπό. Περνούσαν από δίκη και φυλακίζονταν.
-------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου